- ἐκριπίσαντες
- ἐκριπίζωfan the flameaor part act masc nom/voc plἐκρῑπίσαντες , ἐκριπίζωfan the flameaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.